τούμπαρω

τούμπαρω
(αόρ. (ε)τουμπάρισα и (ε)τούμπαρα, παθ. αόρ. τουμπαρίστηκα) 1. μετ.
1) перевёртывать, опрокидывать; 2) перен. переубеждать (в свою пользу); одерживать верх (над кем-л.) (в споре); 2. αμετ. перевёртываться; τό αυτοκίνητο τουμπάρισε машина перевернулась

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τούμπαρω" в других словарях:

  • τουμπάρω — τουμπάρω, τούμπαρα και τουμπάρισα, τουμπαρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουμπάρω — και τουμπέρνω Ν 1. (μτβ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι 2. ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω («το αυτοκίνητο τουμπάρισε στη στροφή») 3. μτφ. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, παραπείθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τούμπα (Ι). Ο τ. τουμπέρνω από τον αόρ. τούμπαρα κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • τουμπέρνω — τουμπάρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακυμβαλιάζω — ἀνακυμβαλιάζω (Α) [κύμβαλον] ανατρέπομαι με γδούπο, τουμπάρω …   Dictionary of Greek

  • αντιπεριφέρω — ἀντιπεριφέρω (Μ) μεταπείθω κάποιον, τον τουμπάρω …   Dictionary of Greek

  • κουτρουβαλιάζω — [κουτρουβάλα] κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω, ανατρέπω βίαια, τουμπάρω …   Dictionary of Greek

  • κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • τουμπάρισμα — το, Ν [τουμπάρω] αναποδογύρισμα …   Dictionary of Greek

  • τουμπέρνω — Ν βλ. τουμπάρω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»